- αἰθάλωσις
- αἰθᾰλ-ωσις, εως, ἡ, in pl.,A clouds of sooty smoke, Max.Tyr.41.4 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
αἰθαλώσεις — αἰθάλωσις clouds of sooty smoke fem nom/voc pl (attic epic) αἰθάλωσις clouds of sooty smoke fem nom/acc pl (attic) αἰθαλόω to soil with soot aor subj act 2nd sg (epic) αἰθαλόω to soil with soot fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλώσηι — αἰθάλωσις clouds of sooty smoke fem dat sg (epic) αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot aor subj mid 2nd sg αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot aor subj act 3rd sg αἰθαλώσῃ , αἰθαλόω to soil with soot fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)